- μελανόχροος
- μελανό-χροος and μελανό-χρως, οος: dark-skinned, black, Od. 19.246 and Il. 13.589.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μελανόχροος — masc/fem nom sg μελανόχρους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόχροον — μελανόχροος masc/fem acc sg μελανόχροος neut nom/voc/acc sg μελανόχρους masc/fem acc sg μελανόχρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανοχρόους — μελανόχροος masc/fem acc pl μελανόχρους masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόχροα — μελανόχροος neut nom/voc/acc pl μελανόχρους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόχροοι — μελανόχροος masc/fem nom/voc pl μελανόχρους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
μελανόχρους — ουν (ΑM μελανόχρους, ουν, Α και μελανόχροος, οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ) βλ. μελάγχρους … Dictionary of Greek